(τι Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανειλίσσω — ἀνειλίσσω (Α) ανελίσσω, ξετυλίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ειλίσσω, ιων. τ. του ελίσσω «στρέφω»] … Dictionary of Greek
ανείλιξις — ἀνείλιξις, η (Α) [ανειλίσσω] αντιστροφή κίνησης, ανακύκληση … Dictionary of Greek